- πρωκτοπεντετηρίς
- -ίδος, ἡ, Αη ανά πενταετία γιορτή τού πρωκτού, η πενταετηρίδα τής ακολασίας («ὅσην ἔχει τὴν πρωκτοπεντηρίδα», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωκτός + πεντετηρίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωκτοπεντετηρίδα — πρωκτοπεντετηρίς quinquennial debauchery fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)